Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006

Η Σουβάλα μου...


Βρίσκεται στην Αίγινα, για όσους δεν ξέρουν.
Μόλις μία ωρίτσα και κάτι από τον Πειραιά.
Τη λατρεύω. Είναι το δεύτερο σπίτι μου.



Τόσο κοντά, αλλά τόσο μακρυά για μένα...


Αξέχαστα καλοκαίρια πάνω στις φυστικιές και τις συκιές.
Θα επανέλθω (ναι, είναι απειλή)!

Γιατί βρε Έρνεστ;

Γιατί ένας-ένας οι μύθοι, τα πρότυπα ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε τα, καταρρίπτονται;
Η αρχή έγινε με τον Γκύντερ Γκρας και την αποκάλυψη του ναζιστικού (ήπιου ή μη) παρελθόντος του.
Σήμερα διαβάζω στα "Νέα" για το Χέμινγουεϊ και φρίττω:
Αποκαλυπτική είναι μια άλλη επιστολή που έγραψε στις 27 Αυγούστου 1949, τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, προς τον εκδότη του Τσαρλς Σκρίμπνερ: «Μια φορά σκότωσα έναν των SS που ήταν ιδιαίτερα θρασύς. Όταν τον προειδοποίησα πως θα του έριχνα αν δοκίμαζε να το βάλει στα πόδια, εκείνος μου απάντησε: "Δεν θα με σκοτώσεις. Γιατί φοβάσαι να το κάνεις και γιατί ανήκεις σε μια ράτσα αρρωστημένων καθαρμάτων. Άλλωστε θα ήταν παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης". Κάνεις λάθος, φιλαράκο, του αποκρίθηκα. Και του έριξα τρεις φορές, σημαδεύοντάς τον στην κοιλιά. Καθώς έπεφτε, τον πυροβόλησα και στο κεφάλι. Τα μυαλά του ξεχύθηκαν από το στόμα και τη μύτη του».


«Έκανα τον λογαριασμό πολύ προσεκτικά και μπορώ να πω με ακρίβεια πως έχω σκοτώσει 122 από αυτούς». Ένας από εκείνους τους Γερμανούς, συνεχίζει ο Χέμινγουεϊ, «ήταν ένας νεαρός στρατιώτης που είχε προσπαθήσει να το σκάσει με ποδήλατο και που ήταν συνομήλικος με τον γιο μου Πάτρικ». Ο Πάτρικ είχε γεννηθεί το 1928, άρα το θύμα έπρεπε να ήταν 17 ετών. Ο συγγραφέας γράφει στον Μίζενερ ότι τον πυροβόλησε «στην πλάτη, με ένα Μ1».



Ως επιδέξιος κυνηγός που ήταν ο Χέμινγουεϊ, του άρεσε να σκοτώνει ζώα. Όμως σε ένα άρθρο του στο περιοδικό «Εσκουάιρ» τον Απρίλιο του 1936, έγραφε: «Ασφαλώς κανένα κυνήγι δεν συγκρίνεται με το κυνήγι του ανθρώπου και όποιος έχει κυνηγήσει ένοπλους ανθρώπους, τίποτα άλλο δεν μπορεί να του τραβήξει κατόπιν το ενδιαφέρον».


Από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, με μεγάλο δημοσιογραφικό έργο και ως πολεμικός ανταποκριτής. Αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης "Χαμένης Γενιάς" (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες 1920 και 1930. Τα πιο γνωστά έργα του είναι "Ο Γέρος και η Θάλασσα", "Για ποιόν χτυπά η καμπάνα" και ο "Αποχαιρετισμός στα όπλα". Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Γνώρισε από "πρώτο χέρι" τη φρικαλεότητα του πολέμου, αφού διετέλεσε συλλέκτης πτωμάτων από τους χώρους των μαχών, τραυματίστηκε αρκετά σοβαρά, πήρε ενεργό μέρος, πολέμησε.
Ναι, αντιλαμβάνομαι, ότι ο πόλεμος αποκτηνώνει. Ειδικά, όταν τον έχεις ζήσει από τόσο κοντά. Όταν έχεις μυρίσει καμένη ή αποσυντεθιμένη σάρκα, όταν έχεις δει να πεθαίνουν δίπλα σου οι συναγωνιστές σου.
Όμως, δεν μπορώ να φανταστώ, πώς μπορείς να αντλήσεις χαρά, από το να σκοτώνεις ΑΟΠΛΟΥΣ ανθρώπους και μάλιστα εφήβους.
Ο ίδιος το παραδέχεται στις επιστολές του. Πως τον εξιτάρει το "κυνήγι των ανθρώπων".
Πώς ένας άνθρωπος, που έχει καταθέσει την ψυχή του στα βιβλία του, έχει ανοίξει νέους δρόμους στη λογοτεχνία, έχει συγκινήσει εκατοντάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια ανθρώπους, αντλεί χαρά από τη δολοφονία. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε, δολοφονία είναι η αφαίρεση ζωής, ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Πολλοί εκ των υστέρων, θα σπεύσουν να δικαιολογήσουν τον Έρνεστ, λέγοντας, πως έπασχε από κατάθλιψη και παράνοια, κάτι που πιθανώς υποδεικνύεται και από τις απόπειρες αυτοκτονίας που έκανε (με τελευταία την ..επιτυχημένη).
Δεν ξέρω, κατά πόσο θα μπορούσε να έχει βάση κάτι τέτοιο. Τι είναι αυτό που θα τον διαχώριζε από τους Ναζί;

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Αναρωτιέμαι: είναι η κατάρρευση ενός ακόμα μύθου;
Πώς άνθρωποι με τόσο αδίστακτα και ζωώδη ένστικτα μεγαλουργούν;
Τελικά, τι κρύβει αυτή η ρημάδα η ανθρώπινη ψυχή;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

Είστε απαράδεκτος ..."Παναγιότατε"!

Ξυπνάω το πρωί και η πρώτη μου κίνηση, πριν ακόμα σηκωθώ από το κρεββάτι, είναι να πατήσω το κουμπάκι, να ανοίξω την τηλεόραση.
Έχω μια ψύχωση με την ενημέρωση και αυτό το ...πληρώνω! Άτιμο επάγγελμα η δημοσιογραφία. Σε ξεζουμίζει, αλλά σε αποζημιώνει με έναν αφοπλιστικά σαδιστικό τρόπο.
Στο προκείμενο όμως.
Εξαιτίας της πρόσφατης μετακόμισής μου, μόνο MEGA πιάνω, διότι δεν έχω βάλει ακόμα την κεραία.
Πρωινό δίδυμο Οικονομέας-Καμπουράκης, που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα επέλεγα επ' ουδενί.
Θέμα μια κοπέλα, που μετά από 6 μήνες επανήλθε από άγρυπνο κώμα, χάρη στην επιμονή, υπομονή, μα πάνω από όλα χάρη στην αγάπη της μάνας της και την στήριξη του πατέρα της.
Απ' ευθείας σύνδεση λοιπόν με το σπίτι της κοπέλας, που ήδη έχει καταφέρει να μιλά αρκετά καθαρά, να περπατά με ανάλογη σταθερότητα.
Φιλοξενούμενος με link από τη Θεσσαλονίκη, ο μητροπολίτης Άνθιμος. Σημειωτέον, ότι ο εκάστοτε Θεσσαλονίκης έχει "κερδίσει" την "ύψιστη τιμή" - όπως φρόντισε να ενημερώσει το κοινό ο Άνθιμος - το δικαίωμα να τον αποκαλούν "Παναγιότατο". Θα το σχολιάσω και αυτό, γιατί με θίγει.
Επανέρχομαι στο πλάνο από το σπίτι της χαρούμενης -πλέον- οικογένειας, όπου στον καναπέ κάθονται η ηρωίδα μάνα, η αναρρώσασα κόρη και ο πατέρας, ο οποίος καπνίζει το πρωινό του τσιγαράκι, πίνοντας το καφεδάκι του. Απολαμβάνει μέρες νηνεμίας, μετά από έξι μήνες πίκρας, αγωνίας και πόνου.
Τι αναφωνεί ο "Παναγιότατος", πριν καν αρχίσουν οι εν λόγω άνθρωποι να εξιστορούν την ιστορία τους; Τι θα περίμενε κανείς, να ακούσει ένα λόγο ανθρωπιάς, κατανόησης, συμπαράστασης, επαίνου.
Ναι ε; Αλλού αυτά! Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάστε.
Ο Άνθιμος -γιατί είπαμε το "Παναγιότατος" ακόμα και εντός εισαγωγικών μου τη δίνει στα νεύρα- αναφωνει με το γνωστό παπαδίστικο υποτιμητικό και συνάμα αυστηρό προς τον πλησίον τρόπο: "Ο πατέρας να σβήσει τώρα αμέσως το τσιγάρο"!
Μια παρατήρηση που μάλλον πέρασε στο ντούκου από τους λοιπούς, γιατί ίσως δεν το άκουσαν.
Τα δικά μου ευαίσθητα αυτιά (όποτε με συμφέρει) το άκουσαν και πέταξα αυτομάτως καντήλες!
Απαράδεκτε παπά, γιατί αυτό είσαι, αυτό ήταν το πρόβλημά σου;
Το τσιγάρο που κάπνιζε ο μπάρμπας;
Ου να μου χαθείτε, πρωί-πρωί με συγχίζετε παπαδαριά! Αυτήν την Εκκλησία θέλετε;
Ε λοιπόν, εγώ δεν τη θέλω. Προτιμώ, να ιδιωτεύω, να λατρεύω μέσα μου, εφόσον το επιλέξω.
Μακρυά!
Μην απορείτε που η νεολαία, σας έχει διαγράψει συλλήβδην.
Τέτοιες απερίγραπτες συμπεριφορές σας θέτουν στο περιθώριο και στα μαύρα κατάστιχα του ελληνικού λαού.
Ντροπή!

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2006

Σκοτάδι..

Μ'αρέσει το σκοτάδι. Το λατρεύω.
Για όσα κρύβει, για όσα δεν αποκαλύπτει.
Για τις μυρωδιές και τους ήχους που φιλοξενεί στους κόλπους του.
Επειδή εξάπτει τη φαντασία μου, την αγριεύει, την εξιτάρει, την προκαλεί.
Γι'αυτό που υπάρχει δίπλα μου, μα δεν το βλέπω και του δίνω όποιο σχήμα και όποια μορφή θέλω, αναλόγως με τις διαθέσεις μου.
Για τις ελπίδες μου, που τις θρέφει ή τις καταβαραθρώνει.
Για τα όνειρά μου, που τα κοιμίζει και τα νανουρίζει.
Για τις επιθυμίες μου, που τις ναρκώνει ή τις επαναφέρει, τις ανασταίνει, ενώ τις νόμιζα νεκρές.
Πάντα επιστρέφω σε αυτό, σα να ξαναμπαίνω στη μήτρα της μάνας μου.
Σαν όλα να γεννιούνται από την αρχή. Κάθε βράδι. Και πεθαίνουν με το πρώτο φως της μέρας.
Μήπως δεν πεθαίνουν και απλά αποκοιμιούνται;
Κάτι τέτοιο.
Πάντως, μέσα μου υπάρχουν, με συνθέτουν, με κάνουν αυτό που είμαι.

Αρχή.. Είναι το ήμισυ του παντός;

Δεν το κρύβω. Το σκεφτόμουν καιρό.
Να μπω στη διαδικασία, να φτιάξω το δικό μου blog?
Κι εγώ, μαζί με τόσους άλλους, που βρίσκουν τρόπο, να εκτονώνονται, να αυτο-ψυχαναλύονται, να αμπελοφιλοσοφούν, να καταθέτουν θέσεις και απόψεις, να προσπαθούν να γίνουν "διάσημοι"?
Δεν υπόσχομαι τίποτα.
Ούτε καν στον ίδιο μου τον εαυτό.
Δεν ξέρω, αν θα καταφέρω, να σταθώ συνεπής σε αυτό το εγχείρημα.
Θα δείξει στην τελική.
Βουρ λοιπόν, ξεκινάω..
Κάντε το σταυρό σας, φέρτε τα σκόρδα, ρίχτε αλάτι πάνω από τον ώμο σας και ίσως, ίσως καταφέρετε να με ξεφορτωθείτε.
Ελπίζω όμως, να σας αρέσω.
Να με διαβάσετε και να με κρίνετε.
Να με εγκρινετε ή να με απορρίψετε.
Στο χέρι σας είναι.
Φιλιά λοιπόν!