Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

Βαρέθηκα!

Βαρέθηκα ρε φίλε, να μου πρήζεις κάθε μέρα τα συκώτια μου και να προσπαθείς να με κάνεις να σιχαθώ, αυτό που λατρεύω!
Άι σιχτίρ στην τελική!
Να πω, ότι πλήρωνες σωστά και στην ώρα σου..
Βρε ουστ!

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

Υποκλίνομαι στον στίχο...

Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις

Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου
σου 'φερα απ' τους Δελφούς γλυκό νερό
στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρεις να σ' αρνηθώ
σκούριασε το κλειδί του παραδείσου

Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη
και την τρελή σου κυνηγάει σκιά
πώς να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι
πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά
αγάπη που σε λέγαν Αντιγόνη

Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει
και σε ποιο γαλαξία να σε βρω
εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι

Άλκης Αλκαίου

Κυριακή, Απριλίου 15, 2007

Η τελευταία αυγή

Γύρω του θόρυβος πολύς.
Η μουσική παρέσερνε τους θαμώνες του club σε εξοντωτικούς ρυθμούς, τα φωτα χαμηλά και μονάχα το black light έδινε χρώμα στην ατμόσφαιρα.
Σκοτάδι. Το στοιχείο του.
Μετακινούνταν ανάμεσά τους με μεγαλύτερη ευκολία, χωρίς να τον κοιτούν περίεργα για το πάλευκο χρώμα του δέρματός του, τα μαύρα μακρυά μαλλιά του.
Τα διαπεραστικά μπλε μάτια του μαγνήτιζαν, όποιον είχε την τύχη, να διασταυρώσει ματιές μαζί του.
Την είδε. Μάλλον, καλύτερα, την ένιωσε.
Σα να τον διαπέρασε με το βλέμμα της.
Ήταν στην άλλη άκρη του club, αγέρωχη, ψηλή, με μακρυά καστανόξανθα μαλλιά, που έπεφταν στην πλάτη της σα χαίτη λιονταριού.
Μα, τα μάτια της! Τόσο διαπεραστικά, που σε έκαναν να ανατριχιάζεις.
Πρόσδιδαν στο πρόσωπό της μία λάμψη απόκοσμη, σχεδόν σε φόβιζαν.
Μην απορείς, που μπορούσε, να τα διακρίνει στο σκοτάδι. Μπορούσε. Γιατί ήταν ...αυτός.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκε δίπλα της.
Της άγγιξε τον ώμο και εκείνη πάγωσε.
"Φεύγουμε;" της ψιθύρισε.
Εκείνη ένευσε μόνο καταφατικά.
Την κράτησε από το χέρι και βγήκαν έξω από την πίσω πόρτα, που έβγαζε σε ένα στενό έρημο δρομάκι.
Μια μαύρη γάτα στεκόταν λίγο πιο κάτω και ήρθε τρέχοντας προς εκείνον, γουργουρίζοντας.
Ανέβηκαν στη μηχανή του και έφυγαν.
Βγήκαν έξω από την πόλη, εκεί που ξεκινούν τα προάστια και τα χωράφια που μόλις είχαν σπαρθεί.
Σταμάτησαν έξω από το μικρό νεκροταφείο του χωριού.
"Φοβάσαι;" τη ρώτησε.
"Όχι" του αποκρίθηκε εκείνη.
Προχώρησαν προς στην σκουριασμένη σιδερένια πόρτα, που έτριξε παράφωνα, καθώς την άνοιγαν και μπήκαν μέσα.
Το σκοτάδι ήταν πηχτό. Μόνο οι αχτίνες του φεγγαριού έκαναν το χορτάρι, να ασημίζει.
Όμως εκείνος την οδηγούσε με σιγουριά, χωρίς να παραπατήσει ούτε μία φορά.
Σταμάτησαν μπροστά από έναν τάφο.
Δίπλα του στεκόταν η μαύρη γάτα, που είχαν δει στο δρομάκι, κουνώντας νωχελικά την ουρά της.
Πάνω στον τάφο δέσποζε ένα άγαλμα αγγέλου.
Εκείνη μπορούσε να τον διακρίνει στο φως του φεγγαριού. Ήταν πανέμορφος, με τις φτερούγες του απλωμένες και τα χέρια του προτεταμένα, σα να την καλούσε.
"Νομίζω, ότι σου μοιάζει" του είπε.
Εκείνος μόνο χαμογέλασε.
Την πλησίασε από πίσω και της φίλησε απαλά το λαιμό.
Τα χέρια του ήταν παγωμένα, αν και ήταν μία ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα.
"Λοιπόν; Είσαι έτοιμη;"
Άρχισε, να τη γδύνει αργά, με μαεστρία κι εκείνη σε κάθε άγγιγμά του ένιωθε, ν' ανατριχιάζει όλο και πιο πολύ.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήξερε, πως δεν υπήρχε γυρισμός.
Την ξάπλωσε πάνω στο κρύο μάρμαρο, θωπεύοντάς τη ασταμάτητα.
"Κάνε μου έρωτα, να νιώσω ανθρώπινη, για μία τελευταία φορά" του ψιθύρισε.
Έρωτα. Χρησιμοποίησε τη λέξη αυτή πολύ προσεκτικά. Δεν είπε "σεξ", ποτέ της δεν της άρεσαν αυτά τα απρόσωπα τρία γράμματα.
Και η πάλη ξεκίνησε.
Δύο κορμιά, σε έναν αέναο χορό, πρωτόγονο και μαγικό ταυτόχρονα.
Δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά έτσι.
Την ώρα που έφθαναν μαζί στην έκρηξη, βύθισε τους μυτερούς του κυνόδοντες στο λαιμό της, κι εκείνη άφησε το τελευταίο της δάκρυ, να κυλήσει.
Δεν ένιωσε πόνο.
Μόνο την απόγνωση για τη ζωή που άφηνε, διαδεχόμενη από την έκσταση για την καινούργια που ανοιγόταν μπροστά της.
Το επόμενο πράγμα που θυμάται, ήταν η βραχνή φωνή του, να την ξυπνά από το βαθύ λήθαργο.
Είχε αρχίζει, να χαράζει η αυγή.
"Σήκω Νταρκ. Πρέπει, να φύγουμε. Σε λίγο, θα βγει ο ήλιος"...


----------
Loth, σε ευχαριστώ πολύ για τις υπέροχες λέξεις!
Συγγνώμη που άργησα τόσο..