Θ' ανοίξει τα μάτια της το πρωί.
Το πρώτο πράγμα που θα κάνει, είναι να γυρίσει αριστερά το κεφάλι και να κοιτάξει.
Όχι, δεν είναι εκεί.
Ούτε κι αυτό το πρωινό.
Το μαξιλάρι στη θέση του, το σεντόνι σε κείνη τη μεριά, κρύο.
Δεν είναι εκεί, για να το κρατήσει ζεστό.
Ύπνο και ησυχία δε βρήκε το βράδι.
Θα γυρίσει το πρόσωπο.
Θα κοιτάξει το ταβάνι.
Θα κλείσει τα μάτια.
Μια φωνή μέσα της, θα της πει "Σήκω".
Δε θέλει, να σηκωθεί. Όχι.
Μα, αργά, θα τραβήξει τα σεντόνια.
Δεν είναι μέσα στο σώμα της. Σαν να το κινεί κάποιος άλλος.
Θα βγάλει την πυτζάμα, θα βάλει τα ρούχα της ημέρας.
Αλλάζει ρούχα, μα διάθεση δεν αλλάζει.
Το μυαλό της είναι τόσο φορτωμένο, που οι σκέψεις πια δεν μπορούν, να ιεραρχηθούν, δεν μπορούν ν'αναδυθούν.
Άλλη μία μέρα, που θα πρέπει να τη ζήσει.
Άλλη μία μέρα, που θα πρέπει να την αντέξει.
Δεν είναι εκεί, ούτε κι αυτό το πρωινό.
Να τη φιλήσει τρυφερά, να της πει "Καλημέρα. Καλή δουλίτσα"!
Θα πάρει την τσάντα, θα κλειδώσει το σπίτι και θα φύγει.
Το σπίτι, που μέσα του κρατά τις αναμνήσεις του, τη μωρωδιά του.
Όταν γυρίσει το απόγευμα, θα είναι πάλι τα ίχνη του εκεί.
Όχι πως θα έχουν φύγει από μέσα της καθόλου.
Η μέρα θα κυλήσει αργά, λεπτό προς λεπτό.
Και το βράδυ που θα ξαπλώσει, θα γυρίσει πάλι το κεφάλι αριστερά.
Με την ελπίδα πως θα είναι απόψε εκεί, να την κρατήσει στην αγκαλιά του όλο το βράδυ, να τη βοηθήσει να κοιμηθεί επιτέλους και να βρει λίγη από τη γαλήνη, που τόσο απεγνωσμένα αναζητάει ...