Δάκρυ
Κάθισα απέναντί της και την κοίταξα.
"Ξέρεις τι έχω καταλάβει;", της είπα.
"Δε ζεις για σένα. Ζεις τη ζωή σου για τους άλλους. Κάτι πρέπει, να κάνεις γι'αυτό'.
Σήκωσε με δυσκολία το βλέμμα της. Με κοίταξε γεμάτη μελαγχολία.
Σα να ήξερε, πως έχω δίκιο. Χωρίς ίχνος έκπληξης. Σα να περίμενε καιρό, να την κάνω αυτήν τη διαπίστωση.
Δε μου χαμογέλασε. Έσφιξε τα χείλια. Για μια μικρή στιγμή, μια στιγμούλα μόνο, έκλεισε τα μάτια, έγηρε πίσω το κεφάλι και τότε το είδα.
Στην αρχή, έκανε δειλά την εμφάνισή του, τρομαγμένα. Ίσως έφταιγε και το μισοσκόταδο. Ίσως και να μην το είδα ποτέ.
Μα όσο το σκέφτομαι, τόσο περνά φευγαλέα από μπροστά μου η εικόνα του.
Ένα μικρό, διαμαντένιο δάκρυ. Δειλό αρχικά, αποφασιστικό στη συνέχεια.
Ξεκίνησε το δρόμο του, από την κόγχη του ματιού της, κατρακυλώντας στα λευκά της μάγουλα, ανοίγοντας ένα ρηχό, υγρό αυλάκι.
Δεν άντεξα.
Άπλωσα το χέρι, να το αγγίξω.
Μα εκείνη, άνοιξε τα μάτια της που έκαιγαν και μου χτύπησε το χέρι, διώχνοντάς το μακρυά. Πριν προλάβω, να σκουπίσω το δάκρυ της.
"Αυτό είναι ο δικός μου θησαυρός. Μου ανήκει", μου είπε θαρραλέα.
"Κρύβει μέσα του την αλήθεια μου. Είναι σταγόνα από τη ζωή μου. Δε θα σε αφήσω, να το πάρεις και αυτό".
Και σηκώθηκε. Αγέρωχη, στητή, μου γύρισε την πλάτη.
Όπως έφευγε, είδα τη ράχη της να συσπάται. Να τραντάζεται.
Ξέρω, πως έκλαιγε.
Μα έκλαιγε βουβά.
Έκλαιγε μόνο για κείνη...
(Α)
"Ξέρεις τι έχω καταλάβει;", της είπα.
"Δε ζεις για σένα. Ζεις τη ζωή σου για τους άλλους. Κάτι πρέπει, να κάνεις γι'αυτό'.
Σήκωσε με δυσκολία το βλέμμα της. Με κοίταξε γεμάτη μελαγχολία.
Σα να ήξερε, πως έχω δίκιο. Χωρίς ίχνος έκπληξης. Σα να περίμενε καιρό, να την κάνω αυτήν τη διαπίστωση.
Δε μου χαμογέλασε. Έσφιξε τα χείλια. Για μια μικρή στιγμή, μια στιγμούλα μόνο, έκλεισε τα μάτια, έγηρε πίσω το κεφάλι και τότε το είδα.
Στην αρχή, έκανε δειλά την εμφάνισή του, τρομαγμένα. Ίσως έφταιγε και το μισοσκόταδο. Ίσως και να μην το είδα ποτέ.
Μα όσο το σκέφτομαι, τόσο περνά φευγαλέα από μπροστά μου η εικόνα του.
Ένα μικρό, διαμαντένιο δάκρυ. Δειλό αρχικά, αποφασιστικό στη συνέχεια.
Ξεκίνησε το δρόμο του, από την κόγχη του ματιού της, κατρακυλώντας στα λευκά της μάγουλα, ανοίγοντας ένα ρηχό, υγρό αυλάκι.
Δεν άντεξα.
Άπλωσα το χέρι, να το αγγίξω.
Μα εκείνη, άνοιξε τα μάτια της που έκαιγαν και μου χτύπησε το χέρι, διώχνοντάς το μακρυά. Πριν προλάβω, να σκουπίσω το δάκρυ της.
"Αυτό είναι ο δικός μου θησαυρός. Μου ανήκει", μου είπε θαρραλέα.
"Κρύβει μέσα του την αλήθεια μου. Είναι σταγόνα από τη ζωή μου. Δε θα σε αφήσω, να το πάρεις και αυτό".
Και σηκώθηκε. Αγέρωχη, στητή, μου γύρισε την πλάτη.
Όπως έφευγε, είδα τη ράχη της να συσπάται. Να τραντάζεται.
Ξέρω, πως έκλαιγε.
Μα έκλαιγε βουβά.
Έκλαιγε μόνο για κείνη...
(Α)
2 Comments:
ο καθρέφτης σε τί γωνιά ήταν;
...
Δημοσίευση σχολίου
<< Home