Μακριά Πέμπτη
Αγουροξυπνημένος, αναγνώρισα
τη μέρα, ήταν η χτεσινή,
ήταν η χτεσινή μέρα μ' αλλαγμένο όνομα,
ήταν φίλος που τον πίστευα χαμένο
και που ξαναγύριζε να με ξαφνιάσει.
Πέμπτη, της είπα, περίμενέ με
θα ντυθώ και θα φύγουμε αντάμα
ίσαμε να χαθείς μέσα στη νύχτα.
Θα πεθάνεις, θα παρακολουθώ μ' ολάνοιχτα μάτια,
συνηθισμένος στις ηδονές της σκιάς.
Αλλιώς εξελίχτηκαν τα πράγματα
Που θα σας διηγηθώ με τις πιο κρυφές τους λεπτομέρειες.
Καθυστέρησα να σαπουνίζω το πρόσωπό μου
–τι ευχάριστος αφρός– στα μάγουλά μου,
είχα την εντύπωση ότι η θάλασσα
μου πρόσφερε διαδοχικές λευκότητες ,
κι ήταν νησί σκοτεινό το πρόσωπό μου
χαραγμένο απ' το σαπούνι
κι όταν στη μάχη
ανάμεσα στα κυματάκια και τις γλωσσιές
της τρυφερής βούρτσας και του κοφτερού φύλλου,
υπήρξα αδέξιος, κι αυτόματα
πληγωμένος,
λέκιασα τις πετσέτες
με τις σταλαγματιές του αίμάτου μου
ζήτησα στύψη, βαμπάκι, ιώδιο, όλα τα σύνεργα
του φαρμακείου σε βοήθειά μου
μονάχα το πρόσωπό μου κατάφυγε στον καθρέφτη
το μισοπλυμένο και πληγωμένο μου κεφάλι.
Με προκαλούσε
το μπάνιο
σε βάπτισμα με την προγενήτρια θερμότητά του
και κουβάριασα το σώμα μου στην χουζουριά.
Αυτή η μητρική κοιλότητα
με κρατούσε κατάπληχτο,
περιμένοντας να γεννηθεί ,ακίνητος, υγρός
τρέμουσα ουσία
συμμετέχουσα στην ανυπαρξία
και ώρες ολόκληρες καθυστέρησα
να κινηθώ
ηδονικά να τεντώνω τα πόδια
κάτω απ' την υποβρύχια θερμότητα.
Πόσος χρόνος να τρίβομαι, να στεγνώνω
να φοράω τη μία και την άλλη κάλτσα,
μισό παντελόνι, και τ' άλλο μισό,
τόσο καθυστερούσα να φορέσω μια κάλτσα,
που αυτή τη στιγμή της πονεμένης αβεβαιότητας
που διάλεγα γραβάτα κι έφευγα σαν εξερευνητής
σ' αναζήτηση του καπέλου μου,
κατάλαβα ότι ήταν αργά
νύχτωνε,
ξεντύθηκα τότε,
αργά - αργά , γλίστρησα κάτω απ΄ την πόρτα
για να κοιμηθώ σύντομα.
Σαν πέρασε η νύχτα κι απ' την πόρτα
Η Πέμπτη η χτεσινή φανερώθηκε,
αλλαγμένη πολύ σωστά σε Παρασκευή,
της χαμογέλασα με υποψιασμένο γέλιο,
με δυσπιστία για την ταυτότητά της.
Περίμενε με, είπα, κρατώντας ανοιχτές
πόρτες ,παράθυρα , ολάνοιχτα,
και ξανάρχισα το καθήκον μου
απ' τη σαπουνόκρεμα ίσαμε το καπέλο,
μα η μάταιη προσπάθεια μου
συναντήθηκε με τη νύχτα πού φτανε
ακριβώς τη στιγμή πού βγαινα
Και γύρισα να ξεντυθώ με φροντίδα
Εντωμεταξύ περίμεναν στο γραφείο
τ' αντιπαθητικά ντοσιέ, τα νούμερα
που πετούσαν στο χαρτί ,
σαν μεταναστευτικά πουλιά
απειλητικά στο ξεδίπλωμά τους,
πίστεψα πώς ενώνονταν όλα
περιμένοντας με για πρώτη φορά,
ο καινούριος έρωτας, που ανακαλύφτηκε μόλις,
κάτω από δέντρο του πάρκου με καλούσε
να συνεχίσω μέσα μου την άνοιξη.
Παραμέλησα την τροφή μου
μέρα με τη μέρα,τόσο ήμουν πεισμωμένος
να βάλω στη σειρά όλα τα συμπληρώματα μου,
να πλένομαι και να ντύνομαι κάθε μέρα.
Ήταν μία ανυποστήριχτη κατάσταση.
Κάθε φορά το πουκάμισο ήταν ένα πρόβλημα,
και πιο ατέλειωτο το σακάκι.
Ίσαμε που σιγά-σιγά πέθανα
από ασιτία, από αποτυχία, απ' το τίποτε,
να 'μαι εκεί ανάμεσα σε μία μέρα που επέστρεψε
και μία νύχτα πού περίμενε σα χήρα.
Σαν πέθανα άλλαξαν όλα.
Καλοντυμένος, η πέρλα στη γραβάτα ,
κι έξοχα ξυρισμένος
θέλησα να βγω μα δρόμος δεν υπήρχε
και ψύχη δεν υπήρχε στον ανύπαρχτο δρόμο,
κι έτσι κανείς δεν με περίμενε.
Κι αυτή η Πέμπτη θα κρατούσε όλο το χρόνο.
Pablo Neruda
τη μέρα, ήταν η χτεσινή,
ήταν η χτεσινή μέρα μ' αλλαγμένο όνομα,
ήταν φίλος που τον πίστευα χαμένο
και που ξαναγύριζε να με ξαφνιάσει.
Πέμπτη, της είπα, περίμενέ με
θα ντυθώ και θα φύγουμε αντάμα
ίσαμε να χαθείς μέσα στη νύχτα.
Θα πεθάνεις, θα παρακολουθώ μ' ολάνοιχτα μάτια,
συνηθισμένος στις ηδονές της σκιάς.
Αλλιώς εξελίχτηκαν τα πράγματα
Που θα σας διηγηθώ με τις πιο κρυφές τους λεπτομέρειες.
Καθυστέρησα να σαπουνίζω το πρόσωπό μου
–τι ευχάριστος αφρός– στα μάγουλά μου,
είχα την εντύπωση ότι η θάλασσα
μου πρόσφερε διαδοχικές λευκότητες ,
κι ήταν νησί σκοτεινό το πρόσωπό μου
χαραγμένο απ' το σαπούνι
κι όταν στη μάχη
ανάμεσα στα κυματάκια και τις γλωσσιές
της τρυφερής βούρτσας και του κοφτερού φύλλου,
υπήρξα αδέξιος, κι αυτόματα
πληγωμένος,
λέκιασα τις πετσέτες
με τις σταλαγματιές του αίμάτου μου
ζήτησα στύψη, βαμπάκι, ιώδιο, όλα τα σύνεργα
του φαρμακείου σε βοήθειά μου
μονάχα το πρόσωπό μου κατάφυγε στον καθρέφτη
το μισοπλυμένο και πληγωμένο μου κεφάλι.
Με προκαλούσε
το μπάνιο
σε βάπτισμα με την προγενήτρια θερμότητά του
και κουβάριασα το σώμα μου στην χουζουριά.
Αυτή η μητρική κοιλότητα
με κρατούσε κατάπληχτο,
περιμένοντας να γεννηθεί ,ακίνητος, υγρός
τρέμουσα ουσία
συμμετέχουσα στην ανυπαρξία
και ώρες ολόκληρες καθυστέρησα
να κινηθώ
ηδονικά να τεντώνω τα πόδια
κάτω απ' την υποβρύχια θερμότητα.
Πόσος χρόνος να τρίβομαι, να στεγνώνω
να φοράω τη μία και την άλλη κάλτσα,
μισό παντελόνι, και τ' άλλο μισό,
τόσο καθυστερούσα να φορέσω μια κάλτσα,
που αυτή τη στιγμή της πονεμένης αβεβαιότητας
που διάλεγα γραβάτα κι έφευγα σαν εξερευνητής
σ' αναζήτηση του καπέλου μου,
κατάλαβα ότι ήταν αργά
νύχτωνε,
ξεντύθηκα τότε,
αργά - αργά , γλίστρησα κάτω απ΄ την πόρτα
για να κοιμηθώ σύντομα.
Σαν πέρασε η νύχτα κι απ' την πόρτα
Η Πέμπτη η χτεσινή φανερώθηκε,
αλλαγμένη πολύ σωστά σε Παρασκευή,
της χαμογέλασα με υποψιασμένο γέλιο,
με δυσπιστία για την ταυτότητά της.
Περίμενε με, είπα, κρατώντας ανοιχτές
πόρτες ,παράθυρα , ολάνοιχτα,
και ξανάρχισα το καθήκον μου
απ' τη σαπουνόκρεμα ίσαμε το καπέλο,
μα η μάταιη προσπάθεια μου
συναντήθηκε με τη νύχτα πού φτανε
ακριβώς τη στιγμή πού βγαινα
Και γύρισα να ξεντυθώ με φροντίδα
Εντωμεταξύ περίμεναν στο γραφείο
τ' αντιπαθητικά ντοσιέ, τα νούμερα
που πετούσαν στο χαρτί ,
σαν μεταναστευτικά πουλιά
απειλητικά στο ξεδίπλωμά τους,
πίστεψα πώς ενώνονταν όλα
περιμένοντας με για πρώτη φορά,
ο καινούριος έρωτας, που ανακαλύφτηκε μόλις,
κάτω από δέντρο του πάρκου με καλούσε
να συνεχίσω μέσα μου την άνοιξη.
Παραμέλησα την τροφή μου
μέρα με τη μέρα,τόσο ήμουν πεισμωμένος
να βάλω στη σειρά όλα τα συμπληρώματα μου,
να πλένομαι και να ντύνομαι κάθε μέρα.
Ήταν μία ανυποστήριχτη κατάσταση.
Κάθε φορά το πουκάμισο ήταν ένα πρόβλημα,
και πιο ατέλειωτο το σακάκι.
Ίσαμε που σιγά-σιγά πέθανα
από ασιτία, από αποτυχία, απ' το τίποτε,
να 'μαι εκεί ανάμεσα σε μία μέρα που επέστρεψε
και μία νύχτα πού περίμενε σα χήρα.
Σαν πέθανα άλλαξαν όλα.
Καλοντυμένος, η πέρλα στη γραβάτα ,
κι έξοχα ξυρισμένος
θέλησα να βγω μα δρόμος δεν υπήρχε
και ψύχη δεν υπήρχε στον ανύπαρχτο δρόμο,
κι έτσι κανείς δεν με περίμενε.
Κι αυτή η Πέμπτη θα κρατούσε όλο το χρόνο.
Pablo Neruda
4 Comments:
υπέροχο...
Μόλις μου ομόρφηνες τη νύχτα μου.
Ο Νερούδα είναι από τους αγαπημένους μου.
Πολύ καλή σου νύχτα :)
...κι από 'μένα...
Χαίρομαι πάρα πολύ που σας άρεσε!
Τον λατρεύω!
Δημοσίευση σχολίου
<< Home