Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2006
Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006
Θάλασσα
Σαν την άγρια θάλασσα νιώθω.
Μανιασμένη, εξοργισμένη, έξαλλη με όσα προσπαθούν, να με δεσμεύσουν.
Ο ουρανός που με σκεπάζει γκρίζος, με μαύρα, απειλητικά κύματα, που θέλουν να ξεσπάσουν, να φτύσουν την μπόρα τους.
Ο αέρας γύρω μου λυσσομανάει, βουίζει, ουρλιάζει.
Η οργή φουντώνη μέσα μου.
Θέλω, να σαρώσω τα πάντα στο διάβα μου.
Να ξεσπάσω πάνω στα βράχια που με περιορίζουν,
να ρουφήξω τα καράβια που οργώνουν το κορμί μου και το εκμεταλλεύονται,
να παρασύρω, ότι βρεθεί μπροστά μου,
να ξεχυθώ μέχρι τις πόλεις των ανθρώπων, να τις πλημμυρίσω.
Χρόνια τώρα, αιώνες όλοι με εκμεταλλεύτηκαν.
Άντλησαν από τα σπλάχνα μου με απληστία, όσα εγώ απλόχερα τους έδινα.
Θέλησαν κι άλλα. Περισσότερα. Τα άρπαζαν συστηματικά, χωρίς να με υπολογίσουν.
Εξέλαβαν την καλοσύνη μου για αδυναμία.
Μα τώρα, ήρθε η στιγμή, να ξεχυθώ.
Να πάρω πίσω ό,τι είναι δικό μου.
Να επαναφέρω την τάξη των πραγμάτων.
Και τότε, μόνο τότε, θα γυρίσω ήρεμη στις πηγές μου, θα αποδεσμεύσω τον άνεμο και τη βροχή, θα καταλαγιάσω...
Η θάλασσα δεν είναι απλώς η μάνα μου.
Η θάλασσα είμαι εγώ!
Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006
Ποτέ Survivor με αδειο στομάχι!
Ήμουν καλεσμένη στο σπίτι φίλων απόψε το βράδυ και ως συνήθως, το ..ρεπερτόριο της βραδιάς περιελάμβανε μάσα και μάλιστα μπροστά στο χαζοκούτι!
Κλασικά ελληνικά παρεϊστικα πράγματα, δηλαδή.
Δέκα η ώρα και αρχίζει το "Survivor", οπότε διαπιστώνω, πόσοι φανατικοί του παιχνιδιού υπάρχουν.
Εντάξει, ίσως η λέξη "φανατικοί", να είναι υπερβολική.
Πάντως, αυτό που μετά σιγουριάς μπορώ να πω είναι, ότι δύο είναι τα στρατόπεδα: αυτών που το λατρεύουν και αυτών που το μισούν.
Παρατηρώντας συμπεριφορές λοιπόν, ως συνήθως -ένα κόλλημα το έχουμε, τι να κάνουμε;- έφτασα με ασφάλεια στο εξής συμπέρασμα:
Φανατικοί, ξε-φανατικοί, μην καθίσετε ποτέ, να δείτε το παιχνίδι, έχοντας στα χέρια σας φαγητό!
Με μαθηματική ακρίβεια, θα καταλήξετε, να φάτε τον αγλέορα, διότι, βλέποντας τους κακόμοιρους πανάθλιους σκελετωμένους, να τρώνε σάπιες καρύδες και ψάρι, ψάρι, ψάρι, θα τρώτε και θα ξαναγεμίζεται το πιάτο σας, χωρίς να μπορείτε να χορτάσετε!
Όταν τέλειωσε σα να είχε πέσει βόμβα μέσα στο σπίτι.
Δεν υπήρχε ούτε ψιχουλάκι σας λέω! Ιτς! Τίποτα!
Και κοινή παραδοχή ήταν, ότι όλοι πεινούσαμε και δεν είχαμε χορτάσει, παρ' όλο που είχαμε φάει τον άμπακο!
Χρυσές δουλειές θα κάνουν τα ντελιβεράδικα τα βράδια που προβάλεται το παιχνίδι, από ό,τι φαντάζομαι!
(Αν περιμένατε, να σας κάνω καμιά βαθυστόχαστη ανάλυση περί ελληνοτουρκικών σχέσεων, βασισμένη στο ριαλιτοπαίχνιδο, είστε βαθειά νυχτωμένοι)!
Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006
Amalia Rodrigues
Την έχετε ακούσει ποτέ, να τραγουδάει;
Αν όχι, χάνετε!
Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα!
Τι φωνή, τι βάθος, τι ποιότητα, τι μαγεία!
Η Αμάλια ήταν μία Πορτογαλέζα, γεννημένη το 1920.
Είναι η κλασική και γνωστότερη Fadista, δηλαδή τραγουδίστρια των φολκλόρ (έθνικ το λένε οι "ιν" και οι "μουράτοι") τραγουδιών Fado, που σημαίνουν πεπρωμένο.
Μάλιστα, για την εξαιρετική της φωνή, την ονόμασαν Rainha do Fado, δηλαδή βασίλισσα των Fado.
Για χάρη της, ο Frederico Valério, κλασικός συνθέτης της εποχής, έσπασε κάθε κανόνα των Fado και προσέθεσε ορχηστρικά ακοπανιαμέντα στα μέχρι τότε παραδοσιακά κομμάτια, που συνοδεύονταν μόνο από κιθάρα.
Πούλησε εκατομμύρια δίσκων σε όλον τον κόσμο και δημιουργησε -όχι άδικα- ένα μύθο γύρω από το όνομά της, με καριέρα που κράτησε πάνω από 50 χρόνια.
Η φωνή της έγινε η μουσική έκφραση του πάθους και της ιδιοσυγκρασίας των Πορτογάλων.
Πολλοί είπαν, ότι τραγουδώντας, κατάφερε να εκφράσει τη θλίψη της ύπαρξης.
Εμένα πάντως, η βραχνή, μεστή φωνή της με συγκινεί, κάθε φορά που την ακούω.
Με συγκλονίζει η ένταση, η δυνατότητά της να ακουμπά τα βάθη της ψυχής μου, να χαϊδεύει την καρδιά μου.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 06, 2006
Μπ(λιααααχ)άτσοι!
Τελικά, είναι γαμάτο, να είσαι μπάτσος στην Ελλάδα!
Δε χρειάζεται, να κάνεις καν απεργίες, όπως όλοι οι άλλοι σκληρά εργαζόμενοι Έλληνες πολίτες, που χάνουν καθημερινά το μεροκάματο -που μπορεί να τους στοιχίσει τη δόση του δανείου ή το ίδιο το σπίτι.
Γιατί οι μπάτσοι έχουν το δικό τους υπουργό, να καθαρίζει για πάρτη τους!
Αμέεε!
Τι νομίζατε;
Ολόκληρος "λόρδος" (πόρδος θα έγραφα, αν μου το επέτρεπε η ανατροφή μου, τα γαλλικά, το πιάνο και το μπαλέτο!) Βύρων στάθηκε στο πλευρό τους και μάλιστα, απείλησε, να παραιτηθεί, εάν δε δοθούν τα επιδόματα στους ένστολους!
Ξανά-αμέεεε!
Για να μπορούν, να βαρούν ελεύθερα, ανεμπόδιστα και χωρίς πολλή περίσκεψη (περί- τι; Γι'αυτό συνήθως δε χρειάζεται μυαλό;) τα γεροντάκια, τους φοιτητές, τους εργαζόμενους οι αγαπημένοι σε όλους μας praetores urbanis!
Εύγε αγαπητέ υπουργέ Πολυgift!
Αυτό είναι, να στέκεσαι στο πλευρό αυτών που σε κρατούν στα πόδια σου!
Α, να μην ξεχάσω την ευγενική μου χορηγία:
Επεξήγηση: Στην ανωτέρω φωτογραφία, οι καλοί μας αστυνομικοί δέχονται επίθεση (=ξυλοκοπούν βάναυσα) από μία ομάδα βαριά οπλισμένων και άκρως επικίνδυνων εγκληματιών (μία κοπελίτσα θά'ναι δε θά'ναι 20 χρονών, αδυνατούλα, λιανή)και προσπαθούν, να επιλύσουν την κρίσιμη -για τη σωματική τους ακεραιότητα- κατάσταση, υποχωρώντας με ειρηνικό τρόπο.
Επιφυλάσσομαι, να ανεβάσω βιντεάκι που τράβηξα από πορεία φοιτητών, που τρώνε το ξύλο της αρκούδας άνευ λόγου και αιτίας.
Γιατί εγώ μιλώ με αποδείξεις!
Σάββατο, Νοεμβρίου 04, 2006
Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006
Μετράει αντίστροφα ο χρόνος...
Τικ-τοκ
τικ-τοκ
τικ-τοκ
...
Περνάνε οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες...
Νιώθω την καρδιά μου, σα να είναι μέσα σε ένα γιγάντιο χέρι, που την σφίγγει...
Αύριο θα φύγεις.
Θα φύγεις για πάντα.
Κι εγώ θα απομείνω εδώ.
Να περιμένω αυτό, που ποτέ δε θα έρθει για μένα.
Πάνω από μια ζωή ρημαγμένη, μια ζωή που κρατούσα στα χέρια μου, μα σκουντούφλησα και μου έπεσε...
Τώρα, είμαι σκυμένη και προσπαθώ, να μαζέψω τα κομμάτια της.
Άλλα είναι μεγάλα και εύκολα να τα κολλήσω μεταξύ τους.
Μα, τα περισσότερα είναι μικρά, θρύψαλα και πολύ φοβάμαι, πως η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη.
Αύριο θα φύγεις.
Θα φύγεις για πάντα.
Κι εγώ θα απομείνω εδώ.
Να κρατώ τις αναμνήσεις, αυτού που ποτέ δεν υπήρξε, μα θα μπορούσε, να γίνει κάτι αληθινό, κάτι πραγματικά σημαντικό.
Καλή ζωή σου εύχομαι!
Γεμάτη εμπειρίες, γνώσεις, περιπέτειες, μα πάνω από όλα, μια ζωή γεμάτη αγάπη, αγκαλιές, φιλιά, τρυφερότητα...
Μια ζωή που ονειρεύτηκα, μα ποτέ δεν μπόρεσα να έχω μαζί σου...
Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006
Μακριά Πέμπτη
Αγουροξυπνημένος, αναγνώρισα
τη μέρα, ήταν η χτεσινή,
ήταν η χτεσινή μέρα μ' αλλαγμένο όνομα,
ήταν φίλος που τον πίστευα χαμένο
και που ξαναγύριζε να με ξαφνιάσει.
Πέμπτη, της είπα, περίμενέ με
θα ντυθώ και θα φύγουμε αντάμα
ίσαμε να χαθείς μέσα στη νύχτα.
Θα πεθάνεις, θα παρακολουθώ μ' ολάνοιχτα μάτια,
συνηθισμένος στις ηδονές της σκιάς.
Αλλιώς εξελίχτηκαν τα πράγματα
Που θα σας διηγηθώ με τις πιο κρυφές τους λεπτομέρειες.
Καθυστέρησα να σαπουνίζω το πρόσωπό μου
–τι ευχάριστος αφρός– στα μάγουλά μου,
είχα την εντύπωση ότι η θάλασσα
μου πρόσφερε διαδοχικές λευκότητες ,
κι ήταν νησί σκοτεινό το πρόσωπό μου
χαραγμένο απ' το σαπούνι
κι όταν στη μάχη
ανάμεσα στα κυματάκια και τις γλωσσιές
της τρυφερής βούρτσας και του κοφτερού φύλλου,
υπήρξα αδέξιος, κι αυτόματα
πληγωμένος,
λέκιασα τις πετσέτες
με τις σταλαγματιές του αίμάτου μου
ζήτησα στύψη, βαμπάκι, ιώδιο, όλα τα σύνεργα
του φαρμακείου σε βοήθειά μου
μονάχα το πρόσωπό μου κατάφυγε στον καθρέφτη
το μισοπλυμένο και πληγωμένο μου κεφάλι.
Με προκαλούσε
το μπάνιο
σε βάπτισμα με την προγενήτρια θερμότητά του
και κουβάριασα το σώμα μου στην χουζουριά.
Αυτή η μητρική κοιλότητα
με κρατούσε κατάπληχτο,
περιμένοντας να γεννηθεί ,ακίνητος, υγρός
τρέμουσα ουσία
συμμετέχουσα στην ανυπαρξία
και ώρες ολόκληρες καθυστέρησα
να κινηθώ
ηδονικά να τεντώνω τα πόδια
κάτω απ' την υποβρύχια θερμότητα.
Πόσος χρόνος να τρίβομαι, να στεγνώνω
να φοράω τη μία και την άλλη κάλτσα,
μισό παντελόνι, και τ' άλλο μισό,
τόσο καθυστερούσα να φορέσω μια κάλτσα,
που αυτή τη στιγμή της πονεμένης αβεβαιότητας
που διάλεγα γραβάτα κι έφευγα σαν εξερευνητής
σ' αναζήτηση του καπέλου μου,
κατάλαβα ότι ήταν αργά
νύχτωνε,
ξεντύθηκα τότε,
αργά - αργά , γλίστρησα κάτω απ΄ την πόρτα
για να κοιμηθώ σύντομα.
Σαν πέρασε η νύχτα κι απ' την πόρτα
Η Πέμπτη η χτεσινή φανερώθηκε,
αλλαγμένη πολύ σωστά σε Παρασκευή,
της χαμογέλασα με υποψιασμένο γέλιο,
με δυσπιστία για την ταυτότητά της.
Περίμενε με, είπα, κρατώντας ανοιχτές
πόρτες ,παράθυρα , ολάνοιχτα,
και ξανάρχισα το καθήκον μου
απ' τη σαπουνόκρεμα ίσαμε το καπέλο,
μα η μάταιη προσπάθεια μου
συναντήθηκε με τη νύχτα πού φτανε
ακριβώς τη στιγμή πού βγαινα
Και γύρισα να ξεντυθώ με φροντίδα
Εντωμεταξύ περίμεναν στο γραφείο
τ' αντιπαθητικά ντοσιέ, τα νούμερα
που πετούσαν στο χαρτί ,
σαν μεταναστευτικά πουλιά
απειλητικά στο ξεδίπλωμά τους,
πίστεψα πώς ενώνονταν όλα
περιμένοντας με για πρώτη φορά,
ο καινούριος έρωτας, που ανακαλύφτηκε μόλις,
κάτω από δέντρο του πάρκου με καλούσε
να συνεχίσω μέσα μου την άνοιξη.
Παραμέλησα την τροφή μου
μέρα με τη μέρα,τόσο ήμουν πεισμωμένος
να βάλω στη σειρά όλα τα συμπληρώματα μου,
να πλένομαι και να ντύνομαι κάθε μέρα.
Ήταν μία ανυποστήριχτη κατάσταση.
Κάθε φορά το πουκάμισο ήταν ένα πρόβλημα,
και πιο ατέλειωτο το σακάκι.
Ίσαμε που σιγά-σιγά πέθανα
από ασιτία, από αποτυχία, απ' το τίποτε,
να 'μαι εκεί ανάμεσα σε μία μέρα που επέστρεψε
και μία νύχτα πού περίμενε σα χήρα.
Σαν πέθανα άλλαξαν όλα.
Καλοντυμένος, η πέρλα στη γραβάτα ,
κι έξοχα ξυρισμένος
θέλησα να βγω μα δρόμος δεν υπήρχε
και ψύχη δεν υπήρχε στον ανύπαρχτο δρόμο,
κι έτσι κανείς δεν με περίμενε.
Κι αυτή η Πέμπτη θα κρατούσε όλο το χρόνο.
Pablo Neruda
τη μέρα, ήταν η χτεσινή,
ήταν η χτεσινή μέρα μ' αλλαγμένο όνομα,
ήταν φίλος που τον πίστευα χαμένο
και που ξαναγύριζε να με ξαφνιάσει.
Πέμπτη, της είπα, περίμενέ με
θα ντυθώ και θα φύγουμε αντάμα
ίσαμε να χαθείς μέσα στη νύχτα.
Θα πεθάνεις, θα παρακολουθώ μ' ολάνοιχτα μάτια,
συνηθισμένος στις ηδονές της σκιάς.
Αλλιώς εξελίχτηκαν τα πράγματα
Που θα σας διηγηθώ με τις πιο κρυφές τους λεπτομέρειες.
Καθυστέρησα να σαπουνίζω το πρόσωπό μου
–τι ευχάριστος αφρός– στα μάγουλά μου,
είχα την εντύπωση ότι η θάλασσα
μου πρόσφερε διαδοχικές λευκότητες ,
κι ήταν νησί σκοτεινό το πρόσωπό μου
χαραγμένο απ' το σαπούνι
κι όταν στη μάχη
ανάμεσα στα κυματάκια και τις γλωσσιές
της τρυφερής βούρτσας και του κοφτερού φύλλου,
υπήρξα αδέξιος, κι αυτόματα
πληγωμένος,
λέκιασα τις πετσέτες
με τις σταλαγματιές του αίμάτου μου
ζήτησα στύψη, βαμπάκι, ιώδιο, όλα τα σύνεργα
του φαρμακείου σε βοήθειά μου
μονάχα το πρόσωπό μου κατάφυγε στον καθρέφτη
το μισοπλυμένο και πληγωμένο μου κεφάλι.
Με προκαλούσε
το μπάνιο
σε βάπτισμα με την προγενήτρια θερμότητά του
και κουβάριασα το σώμα μου στην χουζουριά.
Αυτή η μητρική κοιλότητα
με κρατούσε κατάπληχτο,
περιμένοντας να γεννηθεί ,ακίνητος, υγρός
τρέμουσα ουσία
συμμετέχουσα στην ανυπαρξία
και ώρες ολόκληρες καθυστέρησα
να κινηθώ
ηδονικά να τεντώνω τα πόδια
κάτω απ' την υποβρύχια θερμότητα.
Πόσος χρόνος να τρίβομαι, να στεγνώνω
να φοράω τη μία και την άλλη κάλτσα,
μισό παντελόνι, και τ' άλλο μισό,
τόσο καθυστερούσα να φορέσω μια κάλτσα,
που αυτή τη στιγμή της πονεμένης αβεβαιότητας
που διάλεγα γραβάτα κι έφευγα σαν εξερευνητής
σ' αναζήτηση του καπέλου μου,
κατάλαβα ότι ήταν αργά
νύχτωνε,
ξεντύθηκα τότε,
αργά - αργά , γλίστρησα κάτω απ΄ την πόρτα
για να κοιμηθώ σύντομα.
Σαν πέρασε η νύχτα κι απ' την πόρτα
Η Πέμπτη η χτεσινή φανερώθηκε,
αλλαγμένη πολύ σωστά σε Παρασκευή,
της χαμογέλασα με υποψιασμένο γέλιο,
με δυσπιστία για την ταυτότητά της.
Περίμενε με, είπα, κρατώντας ανοιχτές
πόρτες ,παράθυρα , ολάνοιχτα,
και ξανάρχισα το καθήκον μου
απ' τη σαπουνόκρεμα ίσαμε το καπέλο,
μα η μάταιη προσπάθεια μου
συναντήθηκε με τη νύχτα πού φτανε
ακριβώς τη στιγμή πού βγαινα
Και γύρισα να ξεντυθώ με φροντίδα
Εντωμεταξύ περίμεναν στο γραφείο
τ' αντιπαθητικά ντοσιέ, τα νούμερα
που πετούσαν στο χαρτί ,
σαν μεταναστευτικά πουλιά
απειλητικά στο ξεδίπλωμά τους,
πίστεψα πώς ενώνονταν όλα
περιμένοντας με για πρώτη φορά,
ο καινούριος έρωτας, που ανακαλύφτηκε μόλις,
κάτω από δέντρο του πάρκου με καλούσε
να συνεχίσω μέσα μου την άνοιξη.
Παραμέλησα την τροφή μου
μέρα με τη μέρα,τόσο ήμουν πεισμωμένος
να βάλω στη σειρά όλα τα συμπληρώματα μου,
να πλένομαι και να ντύνομαι κάθε μέρα.
Ήταν μία ανυποστήριχτη κατάσταση.
Κάθε φορά το πουκάμισο ήταν ένα πρόβλημα,
και πιο ατέλειωτο το σακάκι.
Ίσαμε που σιγά-σιγά πέθανα
από ασιτία, από αποτυχία, απ' το τίποτε,
να 'μαι εκεί ανάμεσα σε μία μέρα που επέστρεψε
και μία νύχτα πού περίμενε σα χήρα.
Σαν πέθανα άλλαξαν όλα.
Καλοντυμένος, η πέρλα στη γραβάτα ,
κι έξοχα ξυρισμένος
θέλησα να βγω μα δρόμος δεν υπήρχε
και ψύχη δεν υπήρχε στον ανύπαρχτο δρόμο,
κι έτσι κανείς δεν με περίμενε.
Κι αυτή η Πέμπτη θα κρατούσε όλο το χρόνο.
Pablo Neruda